λεβεντοπνίχτρα

λεβεντοπνίχτρα
η
(για τη θάλασσα) αυτή που πνίγει τους λεβέντες («θάλασσα λεβεντοπνίχτρα, θάλασσα φαρμακερή», δημ. τραγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεβέντης + πνίχτρα (< πνίγω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λεβεντοπνίχτρα — η (για τη θάλασσα), αυτή που πνίγει τους λεβέντες (ναυτικούς) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”